- νεανιῶν
- νεᾱνιῶν , νεανίηςmasc gen plνεανίζωfut part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… … Deutsch Wikipedia
κίκιννος — κίκιννος, ὁ (Α) σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος] … Dictionary of Greek
στίφος — ους, το / στῑφος, ΝΑ, γεν. και στίφεος Α 1. πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων, αγέλη, μπουλούκι (α. «ἡλθαν τα στίφη τών βαρβάρων» β. «στίφος ακρίδων» γ. «νεανιῶν στῑφος», Αριστοφ.) αρχ. 1. στρατιωτικό σώμα ανδρών σε πυκνή παράταξη, φάλαγγα 2. τάξη… … Dictionary of Greek